paçacı

paçacı
is.
1) Kasaplık hayvanların ayaklarını satan kimse
2) Paça, işkembe pişirilen dükkân

Çağatay Osmanlı Sözlük. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πατσατζής — ο 1. αυτός που καθαρίζει και πουλάει ωμούς πατσάδες 2. αυτός που μαγειρεύει πατσά και τόν πουλάει σε ειδικό μαγειρείο, στο πατσατζήδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pacaci] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”