- papazi
- is., Rum.
Bir tür ince, ipekli kumaş
Çağatay Osmanlı Sözlük. 2010.
Çağatay Osmanlı Sözlük. 2010.
παπάζι — και παπάδι, το 1. το πλέγμα που συνδέει τη φούντα με το φέσι 2. η φούντα τού φεσιού και ιδίως τών ναυτικών 3. συνεκδ. το φέσι και ιδίως τών γυναικών 4. ναυτ. στουπί που χρησιμοποιείται για το σφουγγάρισμα τού καταστρώματος πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek