- telatin
- is., esk., Rus.
Bir tür sağlam, yumuşak dana veya öküz derisi
Çağatay Osmanlı Sözlük. 2010.
Çağatay Osmanlı Sözlük. 2010.
τελατίνι — το, Ν 1. κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού 2. φρ. «τόν έκανε τελατίνι» μτφ. i) τόν έδειρε πολύ άσχημα ii) τόν έφερε σε πολύ δύσκολη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. telatin] … Dictionary of Greek